θρῆνος

θρῆνος
θρῆνος
Grammatical information: m.
Meaning: `dirge, lament, lamentation' (IE, Ω 721; on the meaning Diehl RhM 89, 90 a. 112).
Compounds: Compp. e. g. θρην-ῳδός `who sings a lament' (Alciphr.) with -έω, -ία (E., Plu.), ἔν-θρηνος `full of lament' (Pap.).
Derivatives: θρηνώδης `like a lament' (Pl.), θρήνωμα = θρῆνος (pap. Ia; -ωμα only enlarging, Chantraine Formation 186f.). Denomin. verb θρηνέω, aor. θρηνῆσαι, also with prefix, e. g. ἐπι-, κατα-, `start a lament, lament, wail for' (Ω 722) with several derivv.: θρήνημα `lament' (E.), θρηνη-τής, -ητήρ (A.; cf. Benveniste Noms d'agent 42) `lamentation', also θρηνήτωρ (Man.); θρηνητικός (Arist.); ἐπιθρήν-ησις (Plu.).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: To θρῆνος in the first place ablauting θρώναξ κηφήν. Λάκωνες H. and reduplicated τενθρήνη `hornet' (cf. also on ἀνθρηδών; see Kuiper Μνήμης χάριν 1, 221f.). Also in other languages we find comparablewords denoting sounds: Skt. dhráṇati `sounds' (gramm.) and the Germanic word for `Drohne', e. g. OS dreno, with which cf. also Goth. drunjus `sound', NGerm. drönen `drōhnen' a. o., Lat. drēnsō, -āre the sound of swans (from Gaulic); in all these cases we have to assume an onomatopoetic elementary relation rather than a genetic connection. (Not here Arm. dṙnč̣im `blow the horn' (Mladenov Mélanges Pedersen 95ff.). Cf. with different anlaut Lith. trinkėti ! `drone'; uncertain Toch. A träṅk- `speak'. - Pok. 255f., W.-Hofmann s. drēnsō, Mayrhofer s. dhráṇati. (Hardly to θρέομαι, θόρυβος, θρῦλος.) - We have prob. a Pre-Greek word.
Page in Frisk: 1,681-682

Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). . 2010.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • θρῆνος — dirge masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θρήνος — Πανάρχαιο είδος τραγουδιού, το οποίο εμφανίστηκε αρχικά ως έκφραση πόνου για τον θάνατο αγαπημένου προσώπου, ενώ αργότερα προσέλαβε γενικότερο χαρακτήρα και μετατράπηκε σε μέσο μαζικής έκφρασης της οδύνης για εθνικές συμφορές ή μεγάλες φυσικές… …   Dictionary of Greek

  • θρήνος — ο 1. κλάμα, μοιρολόι: Γοερός θρήνος. – Σπαρακτικός θρήνος. 2. συνεκδοχικά, καταστροφή: Έγινε θρήνος και οδυρμός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Θρήνος περί Ταμυρλάγγου — Ιστορικό ποίημα, η υπόθεση του οποίου αναφέρεται στην πολιορκία της Κωνσταντινούπολης από τον σουλτάνο Βαγιαζίτ. Το ποίημα αρχίζει με τα σχέδια που κάνει ο Βαγιαζίτ για την κατάληψη της Πόλης, η οποία όμως δεν πραγματοποιήθηκε, καθώς προηγήθηκε η …   Dictionary of Greek

  • Ταμυρλάγγου θρήνος — Ιστορικό μεσαιωνικό ποίημα, το οποίο αποτελείται από 96 δεκαπεντασύλλαβους ανομοιοκατάληκτους στίχους, σε γλώσσα ανάμεικτη με δημοτική και αρχαϊκά στοιχεία. Ο ποιητής μάς είναι άγνωστος, γράφτηκε δε μέσα στην πρώτη 10ετία του 15ου αι. και μετά τη …   Dictionary of Greek

  • θρῆνοι — θρῆνος dirge masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θρῆνον — θρῆνος dirge masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ελλάδα - Γραμματεία και Λογοτεχνία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ H λέξη ιστορία συνδέεται ετυμολογικά με τη ρίζα Fιδ , η οποία σημαίνει «βλέπω», και υπό αυτή την έννοια ιστορία είναι η αφήγηση που προκύπτει από έρευνα βασισμένη στην προσωπική παρατήρηση. Τα κείμενα των αρχαίων… …   Dictionary of Greek

  • σύνθρηνος — ον, ΜA αυτός που συμμετέχει σε θρήνο. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + θρήνος (< θρῆνος), πρβλ. ἔν θρηνος] …   Dictionary of Greek

  • Смотрицкий, Мелетий — Мелетий Смотрицкий (в миру Максим Герасимович Смотрицкий, встречается и смешанная форма имени Максентий; латинский псевдоним Теофил Ортолог; предположительно 1577 1579 или 1572 местечко Смотрич, ныне поселок городского типа Дунаевецкого р на… …   Википедия

  • Максим Герасимович Смотрицкий — Мелетий Смотрицкий (в миру Максим Герасимович Смотрицкий, встречается и смешанная форма имени Максентий; латинский псевдоним Теофил Ортолог; предположительно 1577 1579 или 1572 местечко Смотрич, ныне поселок городского типа Дунаевецкого р на… …   Википедия

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”